- νεκταρώδης
- νεκταρ-ώδης, ες, nektarartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεκταρώδης — like nectar masc/fem acc pl (attic epic doric) νεκταρώδης like nectar masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) νεκταρώδης like nectar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκταρώδης — νεκταρώδης, ῶδες (Μ) [νέκταρ] αυτός που μοιάζει με νέκταρ … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek